- συμποσούμαι
- συμποσοῡμαι, -όομαι, ΝΜΑ, και ενεργ. τ. συμποσῶ, -όω, ΜΑανέρχομαι, φτάνω σε κάποιο ποσό («τα ελλείμματα συμποσούνται σε 10 δισεκατομμύρια»)μσν.-αρχ.ενεργ. μετράω μαζί, υπολογίζω σε ενιαίο ποσό.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ποσῶ / ποσοῦμαι (< ποσός/ποσόν)].
Dictionary of Greek. 2013.